Ανθεκτική αλλά όχι άτρωτη η Ευρωζώνη σε νέα κρίση χρέους σύμφωνα με την Oxford Economics

Με τις αποδόσεις των γαλλικών ομολόγων να φτάνουν στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 15 ετών και να πυροδοτούν φόβους ότι η ευρωζώνη μπορεί να επανέλθει σε μία κρίση κρατικού χρέους, όπως αυτή της περιόδου 2010-2012, η Oxford Economics θέτει το ερώτημα κατά πόσο η ευρωζώνη είναι πλέον καλύτερα προετοιμασμένη για να αποφύγει μια τέτοια κρίση σε σχέση με το παρελθόν.
Σύμφωνα με τον Άνχελ Ταλαβέρα, επικεφαλής αναλυτή στην Oxford Economics, η απάντηση είναι σύντομη και καταφατική, ωστόσο η μακροπρόθεσμη εικόνα είναι πιο σύνθετη και λιγότερο αισιόδοξη.
Παρά το γεγονός ότι η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης παραμένει ανολοκλήρωτη, υπάρχουν πλέον ισχυρότερα εργαλεία προστασίας για την αντιμετώπιση πιέσεων από τα κρατικά χρέη, γεγονός που αυξάνει το επίπεδο ασφάλειας απέναντι σε μια επανάληψη της κρίσης κρατικού χρέους της περιόδου 2008-2012. Ωστόσο, η έλλειψη προόδου σε κρίσιμους τομείς, όπως η μακροχρόνια δημοσιονομική ένωση ή η δημιουργία μόνιμου κοινού δημοσιονομικού ταμείου, σημαίνει ότι ο κίνδυνος του «doom loop» μεταξύ τραπεζών και κρατών σε ορισμένες χώρες δεν έχει εξαλειφθεί. Η απουσία κοινής ασφάλισης καταθέσεων αφήνει επίσης περιθώριο φυγής των καταθετών, εάν το τραπεζικό σύστημα μιας χώρας θεωρηθεί επισφαλές. Η έντονη πίεση σε μια μεγάλη οικονομία όπως η γαλλική θα μπορούσε ακόμη να προκαλέσει σημαντικές ζημιές σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και στην ευρωπαϊκή οικονομία.

Η αξιοπιστία της δημοσιονομικής πολιτικής παραμένει κρίσιμη. Εάν οι αγορές αμφισβητήσουν την πορεία των δημοσιονομικών της Γαλλίας, οι αυξανόμενες αποδόσεις ομολόγων θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν ένα αυτο-ενισχυόμενο σπιράλ ελλειμμάτων και απώλειας εμπιστοσύνης. Μια υποθετική παρέμβαση της ΕΚΤ θα απαιτούσε η Γαλλία να παρουσιάσει ένα αξιόπιστο δημοσιονομικό σχέδιο, ενώ οι ασφαλιστικές εταιρείες και τα συνταξιοδοτικά ταμεία με μακροπρόθεσμες θέσεις θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν προβλήματα ρευστότητας σε περίπτωση αύξησης των spreads στα ομόλογα, και οι διαχειριστές assets και αμοιβαίων κεφαλαίων ενδέχεται να έρθουν αντιμέτωποι με αναγκαστικές εξαγορές.
Η άνοδος των αποδόσεων των γαλλικών ομολόγων έχει προκαλέσει φόβους για επανάληψη της κρίσης χρέους της περιόδου 2010-2012. Η Γαλλία πληρώνει πλέον υψηλότερη απόδοση στο 10ετές ομόλογό της από την Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ελλάδα, ενώ βρίσκεται περίπου στο ίδιο επίπεδο με την Ιταλία, που θεωρείται παραδοσιακά η πιο πιθανή χώρα-αφετηρία μελλοντικής κρίσης χρέους στην ευρωζώνη.
Όπως επισημαίνει η Oxford Economics, η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης παραμένει ανολοκλήρωτη ως νομισματική ένωση που στερείται δημοσιονομικής ένωσης. Παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί κατά τη διάρκεια των προηγούμενων κρίσεων, όπως η βελτίωση της κεφαλαιακής θέσης των τραπεζών, η ενίσχυση εποπτικών εργαλείων και η ύπαρξη δημοσιονομικών εργαλείων που μπορούν να ενεργοποιηθούν σε περιόδους πίεσης, η πλήρης προστασία απέναντι στην κρίση δεν έχει διασφαλιστεί. Η ΕΚΤ έχει επεκτείνει σημαντικά το ρόλο της και είναι πλέον έτοιμη να αγοράσει ομόλογα σε μεγάλη κλίμακα εάν εκτιμήσει ότι οι αποδόσεις έχουν αποσυνδεθεί από τα θεμελιώδη μεγέθη χρησιμοποιώντας το Transmission Protection Instrument (TPI). Το εργαλείο αυτό μπορεί να λειτουργήσει ως «τείχος προστασίας» που περιορίζει τη διάχυση εντάσεων από μία χώρα με προβλήματα σε άλλες χώρες με καλύτερα θεμελιώδη, αλλά ενεργοποιείται μόνο μετά την εμφάνιση των εντάσεων και απαιτεί αξιόπιστη δημοσιονομική προσαρμογή.
Η ευρωζώνη σήμερα ωφελείται από καλύτερες συνθήκες στο οικονομικό περιβάλλον σε σύγκριση με το 2008. Οι δομικές ανισορροπίες έχουν μειωθεί, οι εξωτερικές ανισορροπίες των περιφερειακών χωρών έχουν εξαλειφθεί σε μεγάλο βαθμό, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις είναι λιγότερο υπερχρεωμένα (με εξαίρεση τη Γαλλία), ενώ οι τράπεζες είναι καλύτερα κεφαλαιοποιημένες. Παρά τον περιορισμό των ουσιαστικών κινδύνων, η ευρωζώνη δεν είναι άτρωτη απέναντι σε μία νέα κρίση. Η απουσία κεντρικής δημοσιονομικής ικανότητας σημαίνει ότι η εθνική δημοσιονομική πολιτική εξακολουθεί να φέρει το κύριο βάρος και η διαφορετική δημοσιονομική ευχέρεια των κρατών δημιουργεί άνισες δυνατότητες αντιμετώπισης σε ενδεχόμενα αρνητικά σοκ. Η κοινή αντίδραση στην πανδημία COVID έδειξε ότι οι ευρωπαϊκές χώρες είναι διατεθειμένες να ξεπεράσουν προηγούμενα όρια σε περίπτωση σοβαρού εξωτερικού σοκ, ωστόσο δεν υπάρχει η πολιτική βούληση για μόνιμο κοινό δημοσιονομικό εργαλείο ή έκδοση Eurobonds.
Η πρόοδος στην τραπεζική ένωση είναι άνιση. Η ΕΚΤ εποπτεύει πλέον άμεσα τις μεγάλες τράπεζες, και ο μηχανισμός ενιαίας εξυγίανσης (SRM) προσφέρει κοινό πλαίσιο για την αντιμετώπιση τραπεζικών χρεοκοπιών – έχει ήδη χρησιμοποιηθεί επιτυχώς στην περίπτωση της Banco Popular στην Ισπανία το 2017. Ωστόσο, δεν έχει προχωρήσει η δημιουργία ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης καταθέσεων (EDIS), γεγονός που αφήνει ανοικτό τον κίνδυνο φυγής καταθετών σε περιόδους υψηλής πίεσης. Το φαινόμενο του «doom loop», δηλαδή ο αρνητικός κύκλος μεταξύ τραπεζικού τομέα και κυβέρνησης όταν οι τράπεζες κατέχουν μεγάλα ποσά εγχώριων ομολόγων, παραμένει κίνδυνος για χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Ελλάδα.
Ο περιορισμός ουσιαστικών κινδύνων δεν σημαίνει ότι οι εντάσεις στις αγορές ομολόγων μιας μεγάλης χώρας δεν μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές επιπτώσεις στην υπόλοιπη οικονομία της ευρωζώνης. Η Γαλλία αποτελεί τη μεγαλύτερη άμεση πηγή κινδύνου, όπου μια πολιτική αναταραχή ή μια παρατεταμένη αδυναμία δημοσιονομικής προσαρμογής θα μπορούσε να «εκτοξεύσει» τις αποδόσεις ομολόγων. Μέχρι ενός βαθμού, τα συνταξιοδοτικά ταμεία με μακροπρόθεσμες θέσεις θα αντιμετωπίσουν προβλήματα ρευστότητας. Με σχεδόν το μισό του γαλλικού χρέους να ανήκει σε ξένους, οι διεθνείς επιπτώσεις θα είναι σημαντικές, οδηγώντας την ευρωζώνη σε παρατεταμένη αδύναμη ανάπτυξη.
Σε ένα υποθετικό σενάριο που λαμβάνει υπόψη η Oxford Economics, η παρέμβαση της ΕΚΤ θα μπορούσε να ξεκινήσει μόνο αφού η Γαλλία παρουσιάσει αξιόπιστο σχέδιο δημοσιονομικής προσαρμογής, με αποτέλεσμα μια επώδυνη προσαρμογή. Η αυστηρότερη χρηματοοικονομική κατάσταση πιθανότατα θα μειώσει την τραπεζική πίστωση ή θα προκαλέσει πλήρη πιστωτική «ασφυξία», οδηγώντας σε παρατεταμένη περίοδο χαμηλής ανάπτυξης. Μέχρι στιγμής, η περιορισμένη διάχυση σε άλλες χώρες υποδηλώνει ότι οι επενδυτές επανατιμούν κυρίως τον γαλλικό κίνδυνο υπό το φως των νέων πολιτικών και δημοσιονομικών δεδομένων.
Ο κίνδυνος επαναδιανομής, δηλαδή η έξοδος μιας χώρας από την ευρωζώνη, είναι πολύ χαμηλότερος σε σχέση με προηγούμενες κρίσεις, αλλά οι κίνδυνοι διάχυσης δεν έχουν εξαλειφθεί πλήρως. Η αντίδραση στις γαλλικές αποδόσεις που συνέπεσαν με την πρόσφατη πολιτική κρίση προκάλεσαν παρόμοιες, αν και μικρότερες, κινήσεις σε άλλες χώρες, υποδεικνύοντας ότι αν οξυνθούν οι εντάσεις, χώρες όπως η Ιταλία, η Ελλάδα ή η Ισπανία δεν θα μείνουν ανεπηρέαστες, παρά τα καλύτερα δημοσιονομικά τους μεγέθη.
πηγή: ερτ